- ενοσιγαιος...
- ἐνοσίγαιος...ἐννοσίγαιος, ἐνοσίγαιος2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εννοσίγαιος — ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α) (ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + γαιος < γαία] … Dictionary of Greek